- φόλα
- η1) заплатка (на обуви); 2) кусок отравленной пищи (для собак)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φόλα — η, ΝΜ, και φόλη Μ 1. μικρό κομμάτι δέρματος που ράβεται πάνω σε φθαρμένο μέρος υποδήματος 2. τροφή που περιέχει δηλητήριο και η οποία χρησιμεύει για τη θανάτωση, κυρίως, σκυλιών 3. φρ. α) «πέταξε μια φόλα» είπε μια ανοησία β) «είναι φόλα» i) (για … Dictionary of Greek
φόλα — η (λ. λατ.) 1. μικρό κομμάτι δέρματος που ράβεται σε φθαρμένο μέρος παπουτσιού, μπάλωμα υποδήματος: Με παπούτσια γεμάτα φόλες ζητάει και προίκα. 2. κομμάτι κρέατος, ψωμιού ή άλλου υλικού, που περιέχει δηλητήριο για τη θανάτωση των αδέσποτων… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
фоль — ж. медная монета , только др. русск. фолеɪа (Панд. Никона, ХV в.; см. Срезн. III, 1356 и сл.), укр. перефолувати промотать . Из ср. греч. φόλα мелкая монета от φολίς чешуйка ; см. Г. Майер, Ngr. St. 3, 70; Alb. Wb. 110, 356; Фасмер, Гр. сл. эт.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
φόλη — ἡ, Μ βλ. φόλα … Dictionary of Greek
Στάθης — I Έμμετρη κωμωδία του Κρητικού θεάτρου, που γράφτηκε στα μέσα του Που αι. στην Κρήτη. Συγγραφέας του «Σ.» θεωρείται ο ηθοποιός Μενούτος, μέλος θιάσου που επί Βενετσιάνων περιόδευαν στο νησί. Αποτελείται από 1.458 ομοιοκατάληκτους… … Dictionary of Greek